- καψερός
- -ή, -όκαημένος, κακόμοιρος: Τραυματίστηκε το καψερό το παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καψερός — ή, ό (Μ καψερός, ή, όν) νεοελλ. (και ως έκφρ. οίκτου) δυστυχής, ταλαίπωρος, φουκαράς («τή λυπάμαι την καψερή τη γυναίκα») μσν. θερμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) + κατάλ. ερός (πρβλ. φαρμακ ερός, χλο ερός)] … Dictionary of Greek
καψούρης — ο 1. καψερός* 2. σφοδρά ερωτευμένος που δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάψα (II) «σφοδρή επιθυμία» + κατάλ. ούρης (πρβλ. ανακατωσ ούρης, μουρμ ούρης)] … Dictionary of Greek